Θρήνος...
Μια ιστορία θα σας πω
Που τη κατένε λίγοι
Μα εγίνηκε σφιχτή θελιά
Και το λαιμό μου πνίγει
Στη Κίσαμο σ Ένα χωριό
Πιο ναι μη με ρωτάτε
Άκουσα Ένα γεροντή
Να την ε διηγάτε...
Στη κατοχή ήταν μια σπιθιά
Με πέντε θυγατέρες
Όμορφες σαν τον ουρανό
Σαν άσπρες περιστέρες
Μα που ούλες ομορφότερη
Ήταν η πιο μεγάλη
Που δεν εβρίχναν σύγκριση
Τα όμορφα τζη κάλη
Μια μέρα το απόσπασμα
Με γερμανούς στραθιώτες
Επέρνα και γροικούτανε
Απ τα βουνά οι μπότες
Τ ακούσανε κι κοπελιές
Και τρομοκρατηθήκαν
Και σα τα μωροκόπελα
Εσφυχταγκαλιστήκαν
Μη κάθεστε μωρέ επαέ
Πάτε στο λόφο οπίσω
Κι εγώ θα κάτσω μια στιγμή
Να τσι καθυστερίσω
Είπε η μεγάλη η όμορφη
Που ταν σαν παληκάρι
Γιατί 'χει και το κύρη τζη
Ανάπηρο αρρωστάρη
Όσπου να βγουν από τη μια
Οι γερμανοί εφτάξαν
Και με ενα χτύπο δυνατό
Τη πόρτα επετάξαν
Θωρούν το γέρο ανάπηρο
Κι αμοναχή τη κόρη
Και τον εμπήκανε στο νου
Χίλιοι κακοί διαόλοι
Τα γέρο ετουφεκίσανε
Απάνω στο κρεβάτι
Και βάλανε τη κοπελιά
Την όμορφη στ αμάτι
Δε. Θέλω ήντα γείνηκε
Ούτε στο νου να βάλω
Και γιάντα επέτρεψε ο Θιός
Έτσα κακό μεγάλο
Μα λένε απο 'κεια κι ύστερα
Η όμορφη εχάθη..
Απάνω στι βουνοκορφές
Η στον γρεμνών τα βάθη
Μόνο τη νύχτα έβγαινε
Τη νύχτα επορπάθιε
Κι είπανε πως την είδανε
Και ένα σταυρό εκράθιε
Ακόμη όρκο πέρνουνε
Πως κλάματα γροικούντε
όσοι συμώσουν στη κορφή
Και. κάτσουν κι αφρουκούντε
Άλλοι είπανε πως άγιασε
Κι άλλοι οτι σφαντάσει
Μα νύχτα δε περνά κιανείς
Που να μη τον εγνοιάσει
Ανάθεμα στι αίτιους
Και στι εγκληματίες
Που δεν υπάρχει ενα χωριό
Με δίχως ιστορίες..
(Θεόφιλος Χριστουλάκης)