Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τετάρτη 10 Αυγούστου 2011

"Μες στου καιρού τσ' ανεμικές" Κ.ΜΑΝΟΥΡΑΣ

Μες στου καιρού τσ' ανεμικές και του βοριά τσ' αντάρες
και μες στα ξεστρουφίσματα τ' ανέμου στσι μαδάρες
τότες, π' αρχίζει ο ουρανός το βλέμμα να παγώνει
και μέσα στ' αστραπόβροντα νέφη ν' αναμαζώνει
κι όρεξη κάνει του βοριά, πότε βροχή ν' αρχίσει
κι αγάλι αγάλι στου χιονιού το κέφι να μεθύσει
και μεσ' από τα σωθικά και τ' ουρανού τσι μπέτες
σαν πέσει στούπα στσι κορφές στσι λάκκους και στσι δέτες
κι η φύση με τα γιορτινά και τση λαμπρής το χρώμα
σα ντύνεται και ποξεχνά τση μαύρης γής το χώμα
ανόθευτη κι αγάργιωτη μέσα στο νιό σεντόνι
σα καμαρώνει και θαρρεί πως ξανακαινουργιώνει...
Τότες τ' αθρώπου τη ζωή κάθομαι και συγκρίνω
και μετα κείνη του χιονιά σόμοιαστη τηνέ βρίνω.
Κι ως πέφτει καταγάλανο μεσ' από μαύρα νέφη
το χιόνι, πάνω στου βοριά τ' αγριγιεμένο κέφι
και στ' άσπρα ντύνει το κορμί του τόπου και τη φύση
μέχρι τη μάνιτα ο χιονιάς παρέκει να τη 'φήσει
έτσα καθάρια κι η ζωή του καθ' αθρώπου αρχίζει
απ' ώρα που απ' τση μάνας του τα σπλάχνα ξεχωρίζει.
Κι είναι καθάριος στην ψυχή, στη σκέψη, στη βολή ντου
και πάντοτ' αψεγάδιαστη γροικάτ' η αθιβολή ντου.
Μα σαν το χιόνι όντε σταθεί και πατηθεί, γαργιώσει
κι απο τ' ανέμου την πνοή λερώματα σηκώσει
στένεται μπλιό να θρέφεται κι εκείνο που πομένει
κατέχει πως τση φεύγας του η γιώρα τ' ανημένει
κι ότι λερώσει απάνω ντου ποτέ ντου δε μισεύγει
μα ώστε να λιώσει, τ' άσπρο ντου σεντόνι σημαδεύγει
έτσα, τ' αθρώπου το κορμί με τον καιρό τελειώνει
να θρέφει μπόι απάνω ντου κι αρχίζει να μεστώνει.
Κι η κάθε μέρα που περνά κι από 'να ζάλο κάνει
στη στράτα τ' απομισεμού, που λύπηση δεν πιάνει.
Κι ως το βοριά και το χιονιά, θαρρεί θα καταλύσει
τη μαύρη γής κι ολότελα θα τηνέ κατακτήσει.
Τέθοια λογής κι ο άθρωπος στση νιότης του τα χρόνια
γελιέται και γαργιώνεται σαν του βοριά τα χιόνια
κι όταν αρχίσει το κορμί να φθείρει κα να χάνει
την πρωτινή ντου ομορφιά τότε στο νού ντου βάνει,
πως, μόνο μιαν αθιβολή η ζήση ντου απομένει
κι από τ' απάλε νικητής, το μαύρο χώμα βγαίνει.
"Θέ μου και να' τανε Λαμπρή γή μια μεγάλη σκόλη
τότες που με τα γιορτινά ντύνεται η φύσης όλη
στ' άσπρα να ντύσω το κορμί να θαρρευτώ και πάλι
πως είμαι μωροκόπελο στση μάνας την αγκάλη
κι αγάργιωτος 'πο την αρχή δυο τρείς στιγμές να νιώσω
προτού γεράσει το κορμί κι ωσάν το χιόνι λιώσω."

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου