Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 13 Αυγούστου 2011

ΚΑΛΕΣΜΑ....του ΚΩΣΤΗ ΜΑΝΟΥΡΑ



Όσες φορές αναντρανιστά θωρρώ το Ψηλορείτη
κι όσες φορές μονολογώ πως μάνα μου είσαι Κρήτη,
τόσες και πλιότερες φορές θαρρώ πως είν' το σώμα
ένα κομμάτι των νεκρών που κοίτουνται στο χώμα,
'κείνων που αντισταθήκανε κι εδώκανε το αίμα
δίχως βαρυγκομίσματα και λύπηση στο βλέμμα.
Για ένα δεντρό που οι ρίζες του δε κοίτουνται στο χώμα
δεν κάνει φύλλα και βλαστούς μά 'χει ψυχή και σώμα.
Καιροί δεν το ποτίζουνε, χιονιές δεν το μαδούνε
γιατί το ματοθρέφουνε κείνοι που πολεμούνε.
Κι ότι να δώσουν το κορμί γίνεται αθός και βγαίνει
πάνω στ' αλύγιστο δεντρό κι αθάνατος πομένει.
Κι έτσα λογής τση λευτεριάς το δέντρο αναθαρρεύγει,
κάνει ασκιανό που ποιός θνητός να κάτσει δε ζηλεύγει.
Κάθε που βγώ στα πλάγια σου γέροντα Ψηλορείτη
και σουσουμιάσω ολόσωμη τη γή σου μάνα Κρήτη,
σαν από ψίθυρο γροικώ κείνο το κάλεσμά σου
που 'κανες Κρήτη να ντυθούν αντάρτες τα παιδιά σου.
Όταν με σίδερα φτερά πέταξαν στσ' ουρανούς σου
οι ναζιστές στην κατοχή να διώξουνε τσ' αητούς σου.
ΚΡΗΤΗ: "Για δες μωρέ πρωτόγνωρα πουλιά που φτερουγίζουν
κι έχουνε μαύρη τη θωρριά και θάνατο σκορπίζουν.
Δεν εμισέψαν 'πο κλαδί και ταίρι δε γυρένε
κελαηδισμό δεν κάνουνε φωλιές δε μαστορένε,
ίντα κοντό γυρεύουνε μ' έτσα φονιά την όψη,
τάξε πως είναι ο χάροντας κι ήρθε ζωή να κόψει.
Πείτε μανάδες μιάν ευχή τσι γιούς να συντροφεύει
αφήτε γέροι τσ' αρμηνιές μα η λογική μισεύει.
Αφήτε νιές το πέταλο και του σεβντά τη στράτα
τη γή μου μαυροντύνουνε των Γερμανών φουσάτα,
κι εσείς οι γριές αφήσετε τση ρόκας το μεράκι
κι οι νιές μανάδες των παιδιών το τρυφερό κανάκι.
Άστε βοσκοί την αρμεγά, γραμματικοί την πένα
κι εσείς αρχοντοπούλες μου τη διαμαντένια χτένα.
Όλοι ζωστείτε τ' άρματα γέροι μικροί μεγάλοι,
μπείτε μπροστάρηδες εσείς κι ο Θιός να δώσει πάλι,
καίνε μωρέ το Μάλεμε κι εμπήκανε στο Κάστρο,
πατήσανε το Ρέθεμνος, τσ΄αρχοντοσύνης τ' άστρο.
Μην το δεχτείτε Ανωγειανοί κι όλα τα θάρρητά μου
απάνω σας τ' απόθεκα λιοντόκορμα παιδιά μου.
Ρεθεμνιανοί που τ' Αρκαδιού η φλόγα σας ε φτάνει,
να παραδειγματίζεστε, θεριά να σας ε κάνει.
Πιάστε μπαρούτι Σφακιανοί, Χανιώτες τα μαχαίρια,
Λασσιθιανοί και Καστρινοί μονιάσετε τα χέρια,
κείνο τον όρκο τον βαρύ δώσετε πάλι γιοί μου
γή λευτεριά γή θάνατο μέσα στη μαύρη γή μου.
Κι ανε παντήξετε σκλαβιά και ' ρθούνε μαύροι χρόνοι
εσείς με το ριζίτικο την πίστη και το βόλι
αντάρτες πάνω στσι κορφές τα μετερίζα βρείτε
πότε να κάμει ξαστεριά πάλι να καρτερείτε."
'Πο κείνη πάλι τη κορφή του γέρο Ψηλορείτη
εκειά που μου ψιθύρισες το κάλεσμά σου Κρήτη,
όταν στραφεί το βλέμμα μου στων Ανωγειώ τα μέρη
βιγλεύω τσι παλιούς καιρούς κι ο νούς ζητά να φέρει,
εικόνες 'πό 'να παρελθόν που δίχως να το ζήσω
μπορώ πληγές αγιάτρευτες πού 'φηκε να μετρήσω.
Τάξε πως είναι αντιλαλιά και φέρνει το χαμπέρι
του γερμανού διοικητή 'πό του βοριά τα μέρη.
"Πάς άρρενας που θα πιαστεί θέλει ζωή να χάσει
και κάθε σπίτι του χωριού κι εκείνο θα χαλάσει.
Να μην ξανακονέψετε αντάρτες και συμμάχους
μην ξαναφυγαδέψετε ξένο στρατό κι αμάχους,
γιατ' ήσταστ' οι Ανωγειανοί μπροστάρηδες βαρμένοι
στσι μάχες και στα σαμποτάζ, γιατ' ήστε αναμιγμένοι
στου φρούραρχου την αρπαγή, κι έχετε κάμει κέντρο,
για όσους με σας ποτίζουνε τση λευτεριάς το δέντρο.
Για κείνο πέμπομε φωθιά την πόλη σας να κάψει
των Ανωγειώ η αθιβολή μια και καλή να πάψει."
Ποιός είδε τέθοιο γδικιωμό 'πό σίδερο κι ατσάλι
κι έκανε πέτρα τη καρδιά το δάκρυ μη προβάλλει;
Ποιός είδε σταυραετού φωλιά σε μια φωθιά να καίει
και δεν εβαρυγκόμισε εκείνονά που φταίει;
Ποιός είδε αγρίμια τση κορφής σε μιας φωθιάς το τρόμο
να παίρνουνε τση προσφυγιάς τον αρρωστάρη δρόμο,
να μην τ' ακούσει τση καρδιάς τα φύλλα να μαδούνε
και της οργής οι προσταγές στσι αισθήσεις να μιλούνε.
Μέσα από τα χαλάσματα ακούστηκε η φωνή ντως
των Ανωγειών και πλιότερη γίνηκε η αθιβολή ντως.
"Ήντα να κάψετε μωρέ; μπορείτε τσι ψυχές μας;
τα σπίθια τα γκρεμίσατε μα όχι τσι καρδιές μας!
Όσο κρατούμε τ' άρματα κι ώστε να στέκει η Κρήτη
κι ώστε να ρίχνουνε οι καιροί χιόνια στο ψηλορείτη
κι όσο να βγαίνει στσ' ουρανούς ήλιος να διαφεντεύει  
 τση λευτεριάς ο διγαβρές θα μας ε κυριεύει."
Ως βγήκεν η απάντηση μέσ' από τα συντρίμια
κι εδείξαν οι Ανωγειανοί πως δεν πηγαίνει κρίμα
σ' ότι θυσία γίνεται στση λευτεριάς το δρόμο
κι ότι μας αποθέκανε σ' εμάς τσι νιούς στον ώμο
νιώθω λαχτάρα ν' ακουστεί σαν μια φωνή μεγάλη
και ν' απομείνει διαδαχή μέσα στση γής το χάλι:
"Σύρετε αντάρτες μια φωνή 'πό μέσ' από το χώμα
δώστε πνοή στα σωθικά ν' αναστηθεί το σώμα
ζωστείτε πάλι τ' άρματα να δούν τση γής τα πλήθη
πως καταχτά τη λευτεριά η αντρογέννα Κρήτη."


Ο σκλάβος θέλει λευτεριά κι ο συνετός ειρήνη
κι ο λεύτερος μερού νυχτού να μάχεται για κείνη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου